- νήπαυστος
- νή-παυστος, ον, ([etym.] νη-, παύω)A = ἄπαυστος: neut. as Adv.,
νήπαυστον αἰάζουσα Lyc.972
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νήπαυστον αἰάζουσα Lyc.972
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νήπαυστος — νήπαυστος, ον (Α) 1. ο άπαυστος 2. (το ουδ. ως επίρρ.) νήπαυστον διαρκώς, χωρίς σταματημό. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + παυστος (< παύω), πρβλ. ά παυστος, δύσ παυστος] … Dictionary of Greek
νήπαυστον — νήπαυστος masc/fem acc sg νήπαυστος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νη- — ν , νε , νω , να (Α) ανάγεται σε ΙΕ στερητικό πρόθημα *ne , που εμφανίζεται κυρίως στη συνεσταλμένη του βαθμίδα *n , η οποία έδωσε στην Ελληνική και το στερητικό πρόθημα α *. Σε άλλες ΙΕ γλώσες η απαθής βαθμίδα *ne χρησιμοποιήθηκε ως ανεξάρτητο … Dictionary of Greek